οκτάδραχμος

οκτάδραχμος
ὀκτάδραχμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές
2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος
φόρος οκτώ δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. επτά-δραχμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀκτάδραχμον — ὀκτάδραχμος worth eight drachmae masc/fem acc sg ὀκτάδραχμος worth eight drachmae neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταδράχμους — ὀκτάδραχμος worth eight drachmae masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταδράχμων — ὀκτάδραχμος worth eight drachmae masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”